ποδοκόπι

ποδοκόπι
το
1. φιλοδώρημα ή αμοιβή για υπηρεσία που χρειάστηκε πεζοπορία ή τρέξιμο: Και για το ποδοκόπι σας, σαν φέξει, θα σας κάνω καλό τραπέζι (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη).
2. ποδοβολητό, βηματισμός.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ποδοκόπι — το / ποδοκόπιον, ΝΜ νεοελλ. ο κρότος ρυθμικού βηματισμού, το ποδοβολητό μσν. φιλοδώρημα για κάποια μικρή εξυπηρέτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + κόπι*] …   Dictionary of Greek

  • -κόπι — β συνθετικό παρασύνθετων ονομάτων από ρ. σε κοπώ* (πρβλ. ιδρο κόπι < ιδρο κοπώ) ή από ουσ. σε κόπος* ή, σπανίως, σε κοπή (πρβλ. βωλο κόπι < βωλο κόπος, γιδο κόπι < γιδο κοπή). Τα μεταρρηματικά παρ. δηλώνουν τη ρηματική ενέργεια τού… …   Dictionary of Greek

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”