- ποδοκόπι
- το1. φιλοδώρημα ή αμοιβή για υπηρεσία που χρειάστηκε πεζοπορία ή τρέξιμο: Και για το ποδοκόπι σας, σαν φέξει, θα σας κάνω καλό τραπέζι (Οδύσσεια, μτφρ. Σίδερη).2. ποδοβολητό, βηματισμός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.